αραβόσιτος

αραβόσιτος
Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός και φέρει πλατιά φύλλα, λογχοειδή και επιμηκυσμένα, που λυγίζουν εύκολα εξαιτίας του μεγάλου ύψους τους, έχουν ζωηρό πράσινο χρώμα στην επάνω επιφάνεια και πιο ανοιχτό στην κάτω, είναι παραλληλόνευρα και ελαφρά κυματοειδή. Ο α. είναι φυτό μόνοικο, δίκλινο, με αρσενικά άνθη συγκεντρωμένα σε κορυφαία φόβη (φούντα) και θηλυκά άνθη σε σπαδικώδεις ταξιανθίες (αστάχυα, κούκλες, ρόκες) μασχαλιαίες, που περιβάλλονται από βράκτεια, απ’ όπου βγαίνουν σαν γένια οι μεγάλοι κατακόκκινοι στήμονες. Κάθε ταξιανθία αποτελείται από έναν κεντρικό χοντρό, ελαφρό, σπογγώδη άξονα, το κότσαλο, πάνω στο οποίο βρίσκονται κατά σειρά στην ωρίμανση οι κόκκοι, χοντροί, γωνιώδεις, ελαφρά πεπλατυσμένοι, συνήθως κίτρινοι. Μερικές ποικιλίες έχουν υπόλευκους, κοκκινωπούς ή μαυριδερούς κόκκους. Στην Ιαπωνία καλλιεργείται μια ποικιλία καλλωπιστική, με μακριά φύλλα, που έχουν σε όλο το μήκος τους γραμμωτούς χρωματικούς συνδυασμούς, ασπροκιτρινωπούς και κόκκινους. Η καλλιέργεια του α. είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη ζωοτεχνική βιομηχανία, επειδή προσφέρει το αλεύρι που προέρχεται από το άλεσμα των κόκκων του· τα φύλλα και τα κότσαλα, αφού αλεστούν, χρησιμεύουν επίσης ως τροφή για τα κατοικίδια ζώα. Παλαιότερα το αλεύρι του χρησίμευε στην παρασκευή της πολέντας των Ιταλών και της μπομπότας των Ελλήνων. Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του α. εισήχθη τον 17o αι. και γρήγορα διαδόθηκε σε όλη τη χώρα. Σπέρνεται την άνοιξη, όταν περάσουν τα κρύα· το αλεύρι του χρησιμοποιείται κυρίως ως τροφή του ανθρώπου στις φτωχές ορεινές περιοχές και κατά δεύτερο λόγο των ζώων. Ειδικά στις χώρες της Ανατολής και στην Αμερική εξάγουν από τον α. οινοπνευματώδη ποτά και αιθυλική αλκοόλη· μάλιστα από μια ειδική ποικιλία, τον σακχαρώδη α., εξάγεται ένα πολύ καλό οινοπνευματώδες ποτό όμοιο με το ρούμι. Υβρίδια. Οι αποδόσεις του α. έχουν αυξηθεί κατά πολύ με τη χρησιμοποίηση των υβριδίων, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση σπόρων πρώτης γενιάς, οι οποίοι προέρχονται από διασταύρωση των γονέων που δημιουργούνται με αυτογονιμοποίηση. Στις ΗΠΑ η παραγωγικότητα των υβριδίων υπολογίζεται κατά 20% ανώτερη από τις πιο προσαρμοσμένες στη δεδομένη περιφέρεια καλλιέργειες. Η μεγαλύτερη παραγωγή υβριδίων γίνεται στον Καναδά. Αγρός αραβοσίτου. Αρσενική ταξιανθία αραβοσίτου. Σπάδικες αραβοσίτου, που αναπτύσσονται από θηλυκές ταξιανθίες.
* * *
ο κ. αραποσίτι, το
βοτ.
1. δημητριακό της οικογένειας των αγρωστιδών, καλαμπόκι
2. ο καρπός του φυτού που αλευροποιούμενος δίνει ένα είδος ψωμιού τη μπομπότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ (-βος) + σίτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως. Ο τ. αραποσίτι είναι υποκοριστικός του αραβόσιτος με επίδραση του Αράπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αραβόσιτος — ο δημητριακό φυτό, αραποσίτι, καλαμπόκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… …   Dictionary of Greek

  • αραποσίτι — το ο αραβόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αραβόσιτος, με επίδραση του ονόματος Αράπης] …   Dictionary of Greek

  • καλαμπόκι — Βλ. λ. αραβόσιτος. * * * το 1. το φυτό αραβόσιτος*, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά 2. ο καρπός τής καλαμποκιάς, η «κούκλα» 3. καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ άλλη άποψη < τουρκ. kalembek) …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • δημητριακά — τα (Α δημητριακός, ή, όν) [Δημήτηρ] νεοελλ. φυτά τής οικογένειας τών Αγρωστωδών και άλλων οικογενειών, ετήσια ή διετή τών οποίων οι σπόροι αποτελούν, συνήθως αλεσμένοι, βασικό είδος διατροφής τού ανθρώπου και πολλών ζώων, σιτηρά (στάρι, κριθάρι,… …   Dictionary of Greek

  • καλαμοσίταρο — το αραβόσιτος, αραποσίτι, καλαμπόκι …   Dictionary of Greek

  • καλαμποκιά — η [καλαμπόκι] το φυτό αραβόσιτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”